κολίμορφος

κολίμορφος
ο
(βιολ. στη βακτηριολογία) στον πληθ. οι κολίμορφοι
έχουν τη μορφή και τη χρωστική συμπεριφορά τού κολοβακτηριδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colimorphe < coli- συντετμημένη μορφή τού colibacille (< col[o]- < κόλον «μέρος τού παχέος εντέρου» ή κώλον «μέλος σώματος» + bacille < βάκιλλος) + -morphe (< -μορφος < μορφή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”